- προεισευπορέω
- προεισ-ευπορέω,A contribute in advance,
ἐκ τῶν ἰδίων ἄτοκα τὰ χρήματα SIG569.37
(Cos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκ τῶν ἰδίων ἄτοκα τὰ χρήματα SIG569.37
(Cos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.